-
1 μελεδήμων
μελεδήμων, ον, sorgend, besorgend; δόμων φύλαξ, Antp. Sid. 88 (VII, 425); πολυσπαϑέων μελεδήμονα κερκίδα πέπλων, Archi. 1 (VI, 39); auch ἀγαϑῶν μελεδήμονες ἔργων, Empedocl. ep. (IX, 569).
См. также в других словарях:
πολυσπαθής — ές, Α ο πυκνά υφασμένος ή ο πολύ υφασμένος («ἁ δὲ πολυσπαθέων μελεδήμονα κερκίδα πέπλων εὔθροον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σπαθής (< σπάθη «υφαντουργικό εργαλείο») … Dictionary of Greek